- λειώνω
- και λειώ (AM λειῶ, -όω, Μ και λειώνω)1. κάνω κάτι λείο, ομαλό, λειαίνω2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ, λειοτριβώ, μεταβάλλω κάτι στερεό σε παχύρρευστη ή άμορφη μάζα, χυλοποιώ, πολτοποιώνεοελλ.φρ. «λειώνω κάποιον στο ξύλο» — δέρνω κάποιον άγριανεοελλ.-μσν.1. μεταβάλλω κάτι στερεό σε υγρό με θερμότητα ή με διάλυση μέσα σε υγρό, τήκω, ρευστοποιώ (α. «έλειωσα το βούτυρο» β. «το αλάτι λειώνει το χιόνι»)2. (για τη γη) αποσυνθέτω τις σάρκες («τούτη η γη που θα μάς λειώσει ξανά στάχια θα φυτρώσει», Ζερβ.)3. φθείρω κάτι με την πολλή χρήση ή με την τριβή («εφέτος έλειωσα τρία ζευγάρια παπούτσια»)4. συντρίβω, κουράζω, εξαντλώ κάποιον σωματικά ή ηθικά («τήν έλειωσε ο καημός»)5. δίνω τέλος σε κάτι, εξαλείφω, εξαφανίζω6. (αμτβ.) α) διαλύομαι, τήκομαι, ρευστοποιούμαι (α. «δεν έλειωσε η ζάχαρη» β. «έλειωσαν οι πάγοι»)β) μεταβάλλομαι σε χυλό, χυλώνω, πολτοποιούμαι («τα μακαρόνια έβρασαν τόσο πολύ που έλειωσαν»)γ) φθείρομαι από την πολλή χρήση ή από την τριβή («έλειωσε πάλι το παντελόνι σου»)δ) εξαντλούμαι, τσακίζομαι σωματικά ή ηθικά (α. «έλειωσε από τα βάσανα» β. «έλειωσα από τη ζέστη»)ε) (για νεκρό) υφίσταμαι αποσύνθεση τών σαρκών μέσα στον τάφο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος. Η γραφή λιώνω δεν είναι ορθή, γιατί δεν ερμηνεύεται ετυμολογικά].
Dictionary of Greek. 2013.